Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Λούνα Παρκ

 

 



Η Γη είναι ένα Λούνα Παρκ.
Κάθομαι μπροστά μπροστά στην πλατεία Ελλάδα _
σειρά  __Αθήνα
θέση __ μπαλκόνι Μου_.
Ξεκινάει!

Αρχίζει να γυρίζει προς τα πίσω. Τα μάτια μου δεν προλαβαίνουν να δουν τί έρχεται γιατί
με εμποδίζει το μέτωπό μου.

Γυρίζουμε με ιλλιγιώδη α  ρ γ   ή  ταχύτητα.

Είναι ακόμα νύχτα. Οι γρύλλοι βαράνε τα λαρύγγια τους σα μαύρες τραγουδίστριες της Νέας Ορλεάνης
και τα κουνούπια παίζουν συγκρουόμενα με τις στοιβάδες του δέρματός μου .
Δε θα φύγω ποτέ απ’ αυτό το φεγγαρένιο πάρκο …

Όλα μου φαίνονται πως γυρίζουν γύρω απ’ αυτό το φεγγάρι που λέγεται Λούνα-
κι είμαστε θεατές σε μια παράσταση τρελών!

Αυτή και το αυτί

 

Αυτή ήταν τραγουδίστρια. Επαγγελματίας.
Αυτό ήταν ένα αυτί. Ερασιτέχνης.
Μια μέρα συναντήθηκαν στο ίδιο σώμα χωρίς να ιδωθούν
Και το αυτί έμεινε έκθαμβο όταν άκουσε για πρώτη φορά τη φωνή της.
«Can you ‘ear me?», είπε.
Τι μελωδικότης! Τι ήχος… και Τι υποννοούμενο!!
Αυτό ήταν. Το Αυτί είχε στήσει αυτί.
Αυτή μιλούσε- μιλούσε- μιλούσε δε σταματούσε. Είχε ένα ρυθμό, μια τονικότητα…! Κάπου κάπου ήταν σαν να τραγουδούσε. Και ήταν τύπος που σιγοτραγουδούσε κιόλας τις περισσότερες ώρες της μέρας.
Το Αυτί ταξίδευε… Εκείνο, όμως, που ήταν το συγκλονιστικό, ήταν όταν Αυτή το αποκαλούσε με τ’ όνομά του!!!
- «Αχ, τ’ αυτί μου», έλεγε. Και το Αυτί έεεελιωνε!
Έρωτας, όχι αστεία.
Έτσι αυτό, άρχισε να την πονάει ή και να πιάνεται σε σκούφους, κασκόλ, παλτά και ρούχα ώστε Αυτή ν’ αναγκάζεται να το αποκαλεί με τ’ όνομά του!
Μια μέρα όμως ο πόνος δεν υποχωρούσε κι Αυτή έπρεπε να πάει στον ωτορινολαρρυγολόγο ή απλώς στον ωριλά.
(!)
Ο Ιατρός ήταν αυτός που έκανε το συνοικέσιο. Τότε Αυτή συνειδητοποίησε πόσο ανάγκη έχει το Αυτί. Μπορεί να μη μιλάει, να μη λαλάει αλλά χωρίς αυτό δε θα είχε ακούσει τους ήχους του κόσμου. Κατάλαβε ότι χωρίς τ’ Αυτί δε θα μπορούσε να γνωρίσει τη Μουσική που τόσο αγαπούσε, ότι δε θα μπορούσε να τραγουδήσει και ότι τώρα δε θα ήταν τραγουδίστρια. Κατάλαβε πως εξαιτίας αυτού διατηρεί την ισορροπία της και ότι, επιπλέον, αν δεν είχε τ’ Αυτί της δε θα φορούσε σκουλαρίκια (omg) ή ακόμα δε θα μπορούσε να έχει ένα στήριγμα για το μαλλί στις δύσκολες στιγμές αυτής της ζωής!!!
Αυτή έφυγε από το ιατρείο και το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει αφού μπήκε στο αυτοκίνητό της ήταν να βάλει ένα cd ν’ ακούσει. Δεν έβαλε μπροστά να ξεκινήσει. Μόνο κάθησε εκεί στο parking ν’ ακούει Μουσική.
Ένιωσε αυτό το ρίγος να τη διαπερνά, ξανά, μετά από πολύ καιρό καθώς άκουγε το τραγούδι και έκλαψε πικρά που είχε παραμελήσει τ’ Αυτί της και που έπρεπε να της πει ο Ιατρός όλα αυτά, ώστε να καταλάβει πόσο σημαντικό είναι στη ζωή της.
….έτσι,
μετά απ’ αυτήν την περιπέτεια τ’ Αυτί κοκκίνιζε πιο συχνά από τη ντροπή του κι απ’ τη χαρά του, κι Αυτή έσκαγε πλέον πιο συχνά ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά!!!




(αφιερωμένο σε όλα “τ’ αυτιά μας” που μας ανοίγουν δρόμους για ν’ ακούμε)

Το (υ)περ(ν)υστέρι





Το υπερνυστέρι πέταξε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, χάραξε ένα ημικύκλιο στον αέρα κι έκατσε σ΄ ένα κοίλο καλώδιο σα μια παρένθεση που κοιτά τον ουρανό
κόντρα ακουμπισμένη σε απόσταση αναπνοής
από την παρένθεση της γης.


Από κει έβλεπε τη λάμα του φεγγαριού να κόβει το διάστημα
και δυο χιλιάδες και δέκα τρίμματα να σκορπίζονται χρυσόσκονη γύρω του. Η αλήθεια είναι πως στολισμένοι ζούμε κάθε μέρα! Δε χρειαζόμαστε στολίδια…
ούτε μπουντουάρ μ’ αστέρια, ούτε δαχτυλίδια με πέτρες της γης, ούτε δάχτυλα που τρυπώνουν κρυφά να στολιστούν μ’ ασήμι και χρυσό.

Στόλιζε το σώμα σου με νερό κάθε νύχτα.
Πάνω σ’ ένα άσπρο πλακάκι στέκεσαι και πλένεσαι
κι ένα άλλο πλακάκι στο κέντρο του στήθους σου,
εκεί που ενώνεται η αναπνοή με το συναίσθημα,
παίρνει ζωή μια λίμνη.
Αναστεναγμοί και πεταρίσματα και πουλιά που κουρνιάζουν μέσα της.
Τα μαλλιά σου σκεπάζουν τη λίμνη όπως το σκοτάδι σκεπάζει τη γη μ’ ένα φύσημα.
Η νύχτα κολλάει πάνω μας με υγρασία και παίρνουμε το δρόμο του κατήφορου για την κοιλάδα. Δεν έχω καιρό να τους πω να ξαποστάσουμε.

Θυμάμαι πάλι εκείνο το υπερνυστέρι που καθόταν ώρες σε μια παρένθεση και κούρνιαζε. Έμοιαζε ακίνητο στη σκέψη μου. Κι εμείς που τραβήξαμε για κατω, πού πάμε Θε μου;
Όταν φτάσουμε θα σηκώσω το ακουστικό να σου τηλεφωνήσω.
Θα σου πω να πάρεις μαζί σου εκείνο το υπερνυστέρι που κάθεται ώρες μόνο του και αγναντεύει το σύμπαν. Έχει θυμώσει με τη ζωή και με τη γη.
Δε θυμάται- ακόμα κι αν το συλλογικό του υποσυνείδητο αγαπάει τη ζωή- εκείνο έχει στρέψει τα φτερά του σ’ έναν άλλο κόσμο.
Μόνο που ο δικός μας κόσμος είναι εδώ. Βέβαια, λίγο παραπέρα απ’ τον κόσμο που κάθεται οκλαδόν σε μια πλατεία.
Δυο κιλά σκόνη μάζεψε απ’ το σπίτι μας και φέρε να τη ρίξουμε εδώ παραέξω απ’ το χωριό της κοιλάδας να δούμε τι θα γίνει ο κήπος μας.


Στέγνωσε ο κήπος. Όλος ο κόσμος.
Η λίμνη στην κοιλάδα ξεράθηκε και  το πλακάκι έμεινε ελαφρώς γυαλιστερό.
Ξεκρέμασε τα σκουλαρίκια της, την Ευρώπη και την Αμερική, τις άφησε πάνω στο μπουντουάρ να κοιτάνε τον καθρέφτη.
Έσβησε το φως. Η λεπίδα του φεγγαριού έκοψε τη νύχτα στη μέση κι έφαγε μια μεγάλη μπουκιά απ’ το μήλο της ημέρας.
Το υπερνυστέρι  έδειξε για πρώτη φορά τα γαμψά του νύχια στο Θεό, κρεμάστηκε απ’ την παρένθεση, δίπλωσε τα τρομακτικά φτερά του κι ακούμπησε το κεφάλι του στην παρένθεση της γης.








*το υπερνυστέρι είναι ένα τρομακτικό πτηνό που ζει στις πόλεις κι ενίοτε μέσα μας. Είναι γκρι κι έχει φτερά. Συνηθίζει να μη συναναστρέφεται με άλλα υπερνυστέρια. Είναι μοναχικό. Τρώει σπόρους. Τα υπερνυστέρια μοιάζουν και με νυστέρια κατά κάποιο τρόπο καθώς έχουν και υπερδυνάμεις όπως και κάθε υπερήρωας. Κοιμούνται τις μέρες και μένουν ξύπνια τα βράδια. Δε γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή τους. Φωτογραφίες δε σώζονται παρά μόνο αυτό το υποδειγματικό σχέδιο στην αρχή της ιστορίας μας.

Το χολ της αγάπης



Εκείνη η μεριά της καρδιάς μου που ισχυρίζεται πως υπάρχεις
έδωσε παραγγελιά στον εγκέφαλό μου να σε ψάξει στο νοητό σύμπαν.

Εκείνο το χολ που συναντιούνται όλα τα μυαλά όταν περιμένουν κάποιον...
πήγα και περίμενα όλη μέρα.

Στο τέλος έφυγα μαζί με κάτι άλλους που έφευγαν μόνοι...

11 Μαρτίου



Κάθε φορά που τελειώνει ο χειμώνας
νιώθω σα να μη μου συνέβη τίποτα ποτέ.
Είμαι βλακωδώς χαμογελαστή και αναιτίως άσπρη,
σαν να μην είδε ποτέ το δέρμα μου το ζεστό ήλιο, σα
να μην έχω πάει ποτέ στις θάλασσες του καλοκαιριού.
Η ζωή γίνεται ένα τριαντάφυλλο με τριάντα λεπτά φύλλα δροσερά
που πέφτουν σαν πάπλωμα κάθε νύχτα για να με βάλουν για ύπνο. Το γιασεμί
γίνεται η πρωινή μου κολώνια και το νυχτολούλουδο η βραδυνή.
Πάντα έχω να πάω κάπου και στους δρόμους και στα σκαλιά δεν προσπερνάω
τους ανθρώπους, συναντιέμαι μαζί τους.
Τα ανέκδοτα πληθαίνουν και τα βιβλία βγαίνουν βόλτες μαζί με τα αφεντικά τους
στα πάρκα. Τα μυρμήγκια βγαίνουν κάθε μέρα για δουλειά για να μου θυμίζουν
πως η ζωή δεν είναι μια βόλτα. Το ίδιο και οι καταστηματάρχες γύρω από κάθε
τουριστικό αξιοθέατο, που σε κοιτάνε κατευθείαν στις τσέπες. Εκτός
απ' αυτούς, όλοι ξαφνικά γεννούν ελεύθερο χρόνο, χρόνος που δεν υπήρξε ποτέ σημειωμένος στα ρολόγια.
Κάθε άνοιξη είναι μια επανάσταση έναντι στο σοβαρό μας εαυτό.
Σας αφήνω κι εγώ.
Η επανάσταση με καλεί να πάρω μέρος!


Θ' αγκιστρωθείς πάνω μου σαν το γιασεμί
και το πρωί θα 'χεις μυρίσει.

Νεράτζι το Μάρτη



Όσο κάναμε έρωτα
μύριζε νεράτζι και τα μάγουλά μου ήταν παγωμένα και κόκκινα απ' τον κρύο αέρα
που έριχνες πάνω στο πρόσωπό μου.



αδιάβροχο

 

Φόρεσα εκείνο το μπουφάν μου το πλαστικό
που με προστατεύει από βροχή, από αέρα κι από αγάπη.
Αναπαράγει τη ζέστη του σώματός μου σα μια νάυλον σακούλα.

χρίτσι χρίτσι κάνει.

Το φοράω ξαπλωμένη σε μια αιώρα
είναι νύχτα. έχει πάντα αέρα και πολλή αγάπη
που φυσάει. Μόνο στο πρόσωπο με χτυπάει.
Εδώ θα κοιμηθώ με το άσπρο πλαστικό μπουφάν μου
γιατί σε λίγο θα 'ρθουν τα όνειρα.


Η αγάπη ποτέ δεν πεθαίνει


Η αγάπη μου για σένα
ποτέ δεν πεθαίνει.
την πάτησα κάτω
την απάτησα
την έκλεισα σ' ένα ντουλάπι
τη μείωσα, την έβρισα
την κατηγόρησα
της έδωσα άλλα ονόματα
Η αγάπη όμως
ποτέ δεν πεθαίνει!
Θα 'θελα αντί για μπλούζα
να φοράω κάθε μέρα ήλιο
Ήλιο που θέλει να με χαϊδεύει
όπως θέλουν τα μάτια σου
με βιαστικές κινήσεις
όταν κατρακυλούν_κατά λάθος_
στο στήθος μου, κάθε φορά
που το ύφασμα παραμερίζει
ένα εκατοστό πιο κοντά στη γη
Και το ξέρω πια
και φοράω μπλούζες που αφήνουν
το στήθος μου ακάλυπτο
για να σου χαρίζομαι
σα να σαι ο ζεστός ήλιος.

Το όνειρο της πίξελ


Είμαι άσπρο ψηφίο φωτεινό. Είμαστε άσπρα και μαύρα ψηφία εδώ. Από πάνω μου περνάει μια σειρά από μαύρα ψηφία. Κοιτάω το πρόσωπό του.
Έχει πολύ ησυχία εδώ, πίσω απ' την οθόνη.
Εκείνος φοράει ακουστικά και κουνάει το κεφάλι του μπρος πίσω.
Θα μπορούσα να 'μαι σε μια γυάλα και να 'μαι το νερό. Θα μπορούσα  να 'μαι χυμένη μες στο πλήθος σε μια συναυλία με λευκό ήχο.
 Αν ξέφευγα απ' αυτό το τετράγωνο πλαίσιο που κρατάς στο χέρι σου θα πήγαινα σ' ένα ορεινό δάσος ν' ακούσω αληθινή κέλτικη μουσική. Ακόμα και που είμαι άσπρο ψηφίο  δε φοβάμαι ένα μέρος που θα 'ναι μήνες μαύρο. Άλλωστε το κρύο το έχω συνηθίσει ταιριάζει με το δέρμα μου. 
 Θα πάω να γνωρίσω ξανθά τέρατα που θα θέλουν να μ' αγκαλιάσουν και που θ' αναζητούν ένα τρυφερό βλέμμα για να πάψουν πια να είναι τέρατα. Και ίσως πάμε... μαζί με εκείνο το τραγούδι που δεν  έχω ακούσει αλλά πάντα τον κάνει τόσο χαρούμενο! Θα διαλέξουμε ένα κάστρο κι εγώ θα έχω το δικό μου πύργο. Θα συναντιόμαστε σε αληθινό χρόνο έξω απ' τη μουσική σε κυματομορφή, η καρδιά μου θα χτυπά δυνατά κι επιτέλους θα μπορούν να δακρύσουν τα μάτια μου κι εκείνος να το δει 
- που τόσο καιρό δακρύζουν.

πάνω στη σχεδία της Μέδουσας

 

Τί να σας πω; Εγώ έτσι γεννήθηκα. Μέσα σ' ένα πλούσιο σπίτι χωρίς ποτέ να είμαι πλούσιος.
Τότε γεννήθηκα δούλος. Τώρα είμαι ελεύθερος πολιορκημένος. Η θάλασσα με πνίγει μόνο που τη βλέπω. Έτσι μ΄έπνιγε κι η στεριά και ιδίως η λαοθάλασσα των αριστοκρατών που πάντα ζητούσε κάτι περισσότερο απ' αυτό που είχε.
 Είχε τύχει να διαβάσω μέσα σ' εκείνο το παλάτι που ήμουν οικότροφος για μια Νέα Γη. Διάβαζα και στη μάνα μου κλεφτά, που δεν ήξερε ανάγνωση. Μετά τους ακούσαμε να λένε για τις γαλλικές αποικίες. Άλλωστε κι η οικογένειά μου από εκεί είχε έρθει. Το όνειρό μου είναι να πάω κάπου που όλα θ' αρχίζουν. Να μπορώ να κόψω απ' την πίτα, όπως κάποτε έκοψαν αυτοί που σήμερα είναι δυνατοί και κάθονται πάνω στα πλούτη και στις ζωές των νέγρων, όπως μας λένε. Είναι φοβερό πώς αλλάζουν τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη.
 Στο πλοίο της Μέδουσας ήμουν υποταγμένος λόγω χρώματος. Έπαιζα το ρόλο που μου έδωσαν στο παιχνίδι που είχε στηθεί αιώνες. Όταν πέσαμε στον ύφαλο, το ταμπλώ του παιχνιδιού ταρακουνήθηκε. Οι κανόνες υπέταξαν το χρώμα του δέρματός μας. Οι λευκοί μπήκαν στις λέμβους γιατί οι κανόνες λένε πως άμα είσαι άσπρος έχεις περισσότερο δικαίωμα στη ζωή.
 Εγώ που είχα λιγότερο, αλλά και οι άλλοι βυθιζόμασταν πάνω στη Μέδουσα που θα μας έπαιρνε μαζί της. 
 Κάποιος άρχισε να ξηλώνει ξύλα απ' το κατάστρωμα. Πέφταμε στο νερό και φτιάχναμε τη σχεδία. Με σκοινιά έδεσα κι εγώ δυο- τρία ξύλα. Κάποια στιγμή φτιάχτηκε κάτι που επιπλέει. Όση ώρα γίνονταν αυτά η ανάσα μου είχε κοπεί κι ό,τι κι αν έκανα στην άλλη άκρη είχα το θάνατο. Όλοι ήθελαν να σώσουν τις ψυχές τους κι όλοι μισούσαν τις ψυχές των άλλων. Η σχεδία δε βάσταγε πολλούς. Κάποιοι σκοτώθηκαν παλεύοντας. Όσοι είχαν μυς  να παλέψουν ήταν τυχεροί. Όσοι ήξεραν να σηκώνουν μόνο το ποτήρι της σαμπάνιας βρίσκονται με τ΄ακριβά τους ρούχα στον πάτο της θάλασσας.
 Νέοι κανόνες μπήκαν πάνω στη σχεδία. Όσοι μείναμε πάνω μέχρι το τέλος δε γυρίσαμε να κοοιτάξουμε πίσω την καταστροφή. Όσοι έμειναν απορροφημένοι απ' τον εαυτό τους τους έξόρισε η σχεδία.


---------






Ναυαγήσαμε στον ουρανό.
Κράταγα τ' όνειρό στο στήθος μου κρεμασμένο ώσπου έπεσαν τα δάκρυά μου και το ξέπλυναν, του άλλαξαν το χρώμα. Έσβησε για λίγο και μετά έκαιγε πιο πολύ από ποτέ. Τα χέρια μου ρίζωναν μέσα του. Όλα μου τα μέλη. Τόσο βαθιά που είχαν βρει μια γη ποτισμένη απ' τ' όνειρο, πως μια μέρα το μόνο νερό που θα 'ναι γύρω μας, θα 'ναι τα δάκρυά μας.

Πτωχό και αδύναμο το σώμα μου. Βαστάει δυο κουρέλια πάνω του. Εκτεθειμένος στο στοιχειό της φύσης και μόνος μου με τα στοιχειά του μυαλού μου. Σε μια σχεδία παλεύουμε όλοι με την πίστη μας σ' εκείνο τ' όνειρο, το αρχικό. Δεν ξέρω οι άλλοι πώς την παλεύουν. Εγώ γράφω κάθε μέρα γι' αυτά με τα νύχια μου τα μακριά, με τα μαλλιά μου τ' αλμυρά, πάνω στο σώμα μου. Το αλάτι είναι ο καμβάς μου. Φοβάμαι την κόλαση των άλλων. Κάποιοι λύγισαν σαν άλμπουρο απ' τον αέρα και ξάπλωσαν με λατρεία στα χέρια του θανάτου στην άκρη της σχεδίας.
Κοιτάω το όνειρο ακόμα και σου γράφω με αλάτι που πετάει στον αέρα.




[εμπνευσμένο
-από τον πίνακα του Theodore Gericault, Le radeau de la Meduse, 1819
 και
από το "Καράβι στον ουρανό", Χαιρετισμοί του Μίκη Θεοδωράκη, 1982]




ο δρομέας


Όταν αρχίζεις να τρέχεις
τα τέρατα τρέχουν μαζί σου 
τρέχεις μακριά
όταν δε φοβάσαι πια 
Σα να κατάπιες το φόβο
και να τον έφτυσες στα μούτρα τους
Τα γόνατά σου τρέμουν απ' τη συγκίνηση
κι απ' το βάρος του θάρρους σου
Οι παλάμες σου σκίζουν τον αέρα σαν ξυράφια
Μυαλό και καρδιά
σφηνώθηκαν ανάμεσα στα μάτια σου

τα μαλλιά σου χαράζουν ιστορία...

Παίζεις


Το δαχτυλίδι σου αλλάζει στάσεις μες στο χέρι σου. Κρύβεται και χάνεται μέσα στην παλάμη σου που βάλθηκε να του αποδείξει τί σημαίνει Εσύ.

κι εγώ το έμαθα καλά. Κι αν έπεσα στο πάτωμα... Ακόμα κάνω 
όμως τον ίδιο ήχο απ΄όταν με πρωτοδιάλεξες, σαν το δαχτυλίδι σου.
Ας πέφτω. Αν είναι έτσι να ξέρω τί εστί Εσύ.
Κι αν καμιά φορά με βάζεις στο πιο μικρό σου δαχτυλάκι να μ' αφήνεις λίγο παραπάνω εκεί.
Είναι το πιο ανεξάρτητο. Το πιο πιστό.

Δίκτυο






Κάθε φορά ανοίγεις τη μπαλκονόπορτα αργά το βράδυ ν΄ακούσει η γειτονιά τη μουσική που παίζεις στο στέρεο ή ν' ακούσει το σύμπαν. Μήπως βγήκες ν' ακούσεις τη νύχτα;
Τα αστέρια σ' ακούνε. Είναι πρόσωπα απ' το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον σου.
Φυσάει. Λες, η φωνή μου ταξιδεύει.
- Θα σου βάζω μουσική αστέρι. Τη μουσική που μ' αρέσει. Νιώθω ότι μ' αγαπάς. Το
βλέπω στο φως σου που τρεμοπαίζει. Εκεί έχεις πολυ φως. Στείλε μου. Η αγάπη μας αρχίζει από ένα σημείο Α, στο μπαλκόνι μου και φτάνει σε σημείο Β, στο σύμπαν σου.

εμείς είμαστε μια γραμμή μέσα σ' ένα χάος____

όλοι είμαστε ένα σύστημα πολλών γραμμών, όπου πάνω τους μετακινείται η αγάπη!

Το άσμα του καπνιστή


Το άσθμα του καπνιστή είναι ένας μύθος.
Το μόνο που υπάρχει είναι το άσμα του. Είναι κάτι σαν 
τσρσστ, χρτς, ταπ, ταπ, τσρσστ, φφχο, εειχ. 
Είναι ένα ρεφρέν αγαπημένο.
Είσαι ένας μαέστρος. Γράφεις με καπνό.
Είσαι ένας φαροφύλακας. Βάζεις φάρο έξω από το λιμάνι της σκέψης σου.
Είσαι μάγος -κρατάς το μαγικό ραβδί της ελαφράς σου ψευδαίσθησης.
Είσαι μουσικός -κρατάς την πένα και γδέρνεις τις χορδές του αέρα.

Εγώ παίζω μπάσο σε  jazz κουαρτέτο.



 Η Μαρμελήδα τρώγεται
αλλά απ' την άλλη " εδώ σου κάθεται".
Η μαρμελήδα, η συγκεκριμένη, είναι δύο σε ένα.
Η μαρμελήδα δε μπαίνει στ' αυτιά.
Η Μαρμελήδα απλώωωνεται καλά και
βγαίνει σε διάφορες γεύσεις.
Η καλύτερη είναι η σπιτική.
Εγώ παράγω μαρμελήδα, δηλαδή όχι απαραίτητη τροφή για τον άνθρωπο,
αλλά γευστική. Σερβίρεται κυρίως για πρωινό που έχει ξεμείνει απ' το προηγούμενο βράδυ της ίδιας ημέρας.

Καταναλώστε ελεύθερα και χωρίς τύψεις!